- λωτοειδής
- -ές (Α λωτοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με λωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < λωτός + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λωτοειδές — λωτοειδής lotus like masc/fem voc sg λωτοειδής lotus like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… … Dictionary of Greek